βοιωτικός

βοιωτικός
-ή, -ό (AM βοιωτικός, -ή, -όν, Α και βοιωτιακός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Βοιωτία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βοιωτικός — a Boeotian masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοιωτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη Βοιωτία ή προέρχεται από αυτήν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βοιωτικός Κηφισός — Ποταμός της Βοιωτίας. Λέγεται και Φωκικός Κηφισός. Πηγάζει από τον Παρνασσό και εκβάλλει, περνώντας από τεχνητές διαβάσεις, στη λίμνη Υλίκη …   Dictionary of Greek

  • βοιωτικά — βοιωτικός a Boeotian neut nom/voc/acc pl βοιωτικά̱ , βοιωτικός a Boeotian fem nom/voc/acc dual βοιωτικά̱ , βοιωτικός a Boeotian fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοιωτικῶν — βοιωτικός a Boeotian fem gen pl βοιωτικός a Boeotian masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοιωτικόν — βοιωτικός a Boeotian masc acc sg βοιωτικός a Boeotian neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοιωτικαῖς — βοιωτικός a Boeotian fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοιωτικαί — βοιωτικός a Boeotian fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοιωτικοῖς — βοιωτικός a Boeotian masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοιωτικοῦ — βοιωτικός a Boeotian masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”